- ὑγιηρά
- ὑγιηρόςAër.neut nom/voc/acc plὑγιηρά̱ , ὑγιηρόςAër.fem nom/voc/acc dualὑγιηρά̱ , ὑγιηρόςAër.fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑγιηράς — ὑγιηρά̱ς , ὑγιηρός Aër. fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)